ψευδορήμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδορήμα τα ψευδορήματα
      γενική του ψευδορήματος των ψευδορημάτων
    αιτιατική το ψευδορήμα τα ψευδορήματα
     κλητική ψευδορήμα ψευδορήματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευδορήμα < ψευδο- + ρήμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pseudoverb)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευδορήμα ουδέτερο

  • ανύπαρκτη / τεχνητή λέξη που έχει τα εξωτερικά μορφικά χαρακτηριστικά ενός ρήματος, χωρίς όμως συγκεκριμένο σημαινόμενο (χωρίς να βγάζει κάποιο νόημα)
    ※  Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει το βαθμό που οι μαθητές με σύνδρομο Asperger που φοιτούν στο δημοτικό σχολείο έχουν κατακτήσει τον τρόπο που σχηματίζεται ο ομαλός (σιγματικός) τύπος του Αορίστου και ο ανώμαλος (μη σιγματικός) τύπος και στη συνέχεια, μέσα από τη χρήση ψευδορημάτων να εξεταστεί ο βαθμός που ένα παιδί θα προτιμήσει τη χρήση του ομαλού ή του ανώμαλου σχηματισμού του Αορίστου. (…) Στο δεύτερο μέρος του τεστ ακολουθούνταν η ίδια δομή των ρημάτων και όλα είχαν κάποια παραλλαγή σε κάποιο γράμμα τους. Για παράδειγμα, αντί για τα ρήματα (γράφει / κόβει / βάφει) δόθηκαν τα ρήματα (δράφει/ λόβει/ μάφει). Στο μέρος αυτό του τεστ, τα ρήματα δόθηκαν ακριβώς με την ίδια σειρά που είχαν δοθεί στο πρώτο μέρος τα υπαρκτά ρήματα. (Ηρακλείδου Φωτεινή, Η κατάκτηση του αορίστου σε παιδιά με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας, Διπλωματική εργασία, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2018, σελ. 1 & 44)

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]