ψιθύρισμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψιθύρισμα < ψιθυρίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψιθύρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ψιθυρίζω
- λόγος που εκφέρεται με πολύ σιγανή φωνή
- (μεταφορικά) ήχος πολύ χαμηλής έντασης