ωρυγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὠρυγή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωρυγή οι ωρυγές
      γενική της ωρυγής των ωρυγών
    αιτιατική την ωρυγή τις ωρυγές
     κλητική ωρυγή ωρυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωρυγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠρυγή < ὠρύομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ɾiˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ρυ‐γή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωρυγή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]