ωσμομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωσμομετρικός < ωσμόμετρο / ωσμομετρία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ωσμομετρικός
- που έχει σχέση με το ωσμόμετρο και την ωσμομέτρηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωσμομετρικός