ἀγρηνόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀγρηνόν | τὰ | ἀγρηνᾰ́ | ||||
γενική | τοῦ | ἀγρηνοῦ | τῶν | ἀγρηνῶν | ||||
δοτική | τῷ | ἀγρηνῷ | τοῖς | ἀγρηνοῖς | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀγρηνόν | τὰ | ἀγρηνᾰ́ | ||||
κλητική ὦ! | ἀγρηνόν | ἀγρηνᾰ́ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγρηνώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγρηνοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγρηνόν < ἀγρεύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγρηνόν ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) το κυνηγετικό δίχτυ
- (ελληνιστική κοινή) είδος τελετουργικού μανδύα από μαλλί που έμοιαζε με δίχτυ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ἄγρα
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀγρηνόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φυτόν' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φυτόν' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)