ἀγρηνόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀγρηνόν τὰ ἀγρηνᾰ́
      γενική τοῦ ἀγρηνοῦ τῶν ἀγρηνῶν
      δοτική τῷ ἀγρην τοῖς ἀγρηνοῖς
    αιτιατική τὸ ἀγρηνόν τὰ ἀγρηνᾰ́
     κλητική ! ἀγρηνόν ἀγρηνᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγρηνώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀγρηνοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγρηνόν < ἀγρεύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀγρηνόν ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) το κυνηγετικό δίχτυ
  2. (ελληνιστική κοινή) είδος τελετουργικού μανδύα από μαλλί που έμοιαζε με δίχτυ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]