ἄγρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άγρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄγρ αἱ ἄγραι
      γενική τῆς ἄγρᾱς τῶν ἀγρῶν
      δοτική τῇ ἄγρ ταῖς ἄγραις
    αιτιατική τὴν ἄγρᾱν τὰς ἄγρᾱς
     κλητική ! ἄγρ ἄγραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄγρ
γεν-δοτ τοῖν  ἄγραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄγρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄγρα θηλυκό

  1. το κυνήγι
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1183
    εὐτυχής γ᾽ ἅδ᾽ ἄγρα.
    Ευτυχισμένο το κυνήγι μας.
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 407 (405-407)
    εἰ τὰ μὲν φθίνει, | φίλοι, τίσις δ᾽ ἐμοῦ πέλας, | μώραις δ᾽ ἄγραις προσκείμεθα,
    Ό,τι κι αν είχα, φίλοι, χάνεται, | με περιμένει η εκδίκηση, | αφού σ᾽ ένα παράλογο κυνήγι δόθηκα,
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 7, 823e @scaife.perseus
    μηδʼ αὖ ἄγρας ἀνθρώπων κατὰ θάλατταν λῃστείας τε ἵμερος ἐπελθὼν ὑμῖν θηρευτὰς ὠμοὺς καὶ ἀνόμους ἀποτελοῖ·
  2. το θήραμα
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 148 (147-148)
    οἴχεται δ᾽ ὁ θήρ. | ― ὕπνῳ κρατηθεῖσ᾽ ἄγραν ὤλεσα.
    • πάει τ᾽ αγρίμι! | — Με νίκησ᾽ ύπνος και την άγρη μου έχασα;
      Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    • Έφυγε τ' αγρίμι. -Έχασα το θήραμα, επειδή με πήρε ο ύπνος.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
  3. τρόπος κυνηγιού
  4. (μεταφορικά) λεία, θήραμα
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 322
    δορὸς ἄγραν
    ως λεία ενός δόρατος
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]