ἀστραπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀστραπή < αρχαία ελληνική ἀστραπή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀστραπή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀστραπή < ἀστέρος ὀπή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀστραπή θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) (ως φυσικό φαινόμενο) αστραπή
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 94.4
    οὗτοι οἱ αὐτοὶ Θρήικες καὶ πρὸς βροντήν τε καὶ ἀστραπὴν τοξεύοντες ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀπειλέουσι τῷ θεῷ,
    Οι ίδιοι αυτοί Θράκες, όταν βροντά κι αστράφτει, ρίχνοντας βέλη ψηλά προς τον ουρανό φοβερίζουν το θεό,
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος @greek‑language.gr
    ※ 5ος αιώνας πκε  Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6.70.1
    καὶ ξυνέβη βροντάς τε ἅμα τινὰς γενέσθαι καὶ ἀστραπὰς καὶ ὕδωρ πολύ,
    Έτυχε ν᾽ αστράψει και να βροντήσει και να πέσει δυνατή βροχή.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Βλάχος @greek‑language.gr
  2. (γενικότερα) ζωηρή λάμψη, οποιοδήποτε έντονο φως
  3. (μεταφορικά) λάμψη των ματιών
    ※  2ος/3ος αιώνας κε Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 13.16 564b-564c, @scaife.perseus.
    Σοφοκλῆς δέ που περὶ τοῦ κάλλους τοῦ Πέλοπος διαλεγομένην ποιήσας τὴν Ἱπποδάμειάν φησιν τοίαν Πέλοψ ἴυγγα θηρατηρίαν ἔρωτος, ἀστραπὴν τιν’ ὀμμάτων ἔχει ᾗ θάλπεται μὲν αὐτός, ἐξοπτᾷ δ’ ἐμέ,

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]