ἄλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄλη θηλυκό

  1. περιπλάνηση
  2. (μεταφορικά) παραφροσύνη (περιπλάνηση του μυαλού)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • θεωρείται και μία από τις πιθανές ετυμολογήσεις του ἀλήθεια (θεία, θεϊκή ἄλη)