ἄσκρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἄσκρᾱ | αἱ | ...?...αι | ||||
γενική | τῆς | ἄσκρᾱς | τῶν | ἀσκρῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἄσκρᾳ | ταῖς | ἄσκραις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἄσκρᾱν | τὰς | ἄσκρᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἄσκρᾱ | ...?...αι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄσκρᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἄσκραιν | ||||||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄσκρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄσκρα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (δέντρο) βελανιδιά χωρίς καρπούς στον Ησύχιο
- <ἄσκρα> δρῦς ἄκαρπος ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Ἄσκρα (τοπωνύμιο)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἄσκρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με άγνωστη προσωδία (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' με άγνωστη προσωδία (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Δέντρα (ελληνιστική κοινή)
- Φυτά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)