ἄσκρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἄσκρα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄσκρ αἱ ...?...αι
      γενική τῆς ἄσκρᾱς τῶν ἀσκρῶν
      δοτική τῇ ἄσκρ ταῖς ἄσκραις
    αιτιατική τὴν ἄσκρᾱν τὰς ἄσκρᾱς
     κλητική ! ἄσκρ ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄσκρ
γεν-δοτ τοῖν  ἄσκραιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄσκρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄσκρα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]