ὁρμητήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὁρμητήριον τὰ ὁρμητήρι
      γενική τοῦ ὁρμητηρίου τῶν ὁρμητηρίων
      δοτική τῷ ὁρμητηρί τοῖς ὁρμητηρίοις
    αιτιατική τὸ ὁρμητήριον τὰ ὁρμητήρι
     κλητική ! ὁρμητήριον ὁρμητήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁρμητηρίω
γεν-δοτ τοῖν  ὁρμητηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁρμητήριον < ὁρμάω, θέμα ὁρμη- + -τήριον < ὁρμή [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὁρμητήριον ουδέτερο

  1. μέσο υποκίνησης, ερέθισμα
  2. παρόρμηση
  3. σημείο εκκίνησης απ' όπου ὁρμάομαι, ορμητήριο
    1. (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική θέση
    2. βάση επιχειρήσεων

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ὁρμητός και ὁρμή

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. «ορμή» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]