ὁρμητήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὁρμητήριον | τὰ | ὁρμητήριᾰ |
γενική | τοῦ | ὁρμητηρίου | τῶν | ὁρμητηρίων |
δοτική | τῷ | ὁρμητηρίῳ | τοῖς | ὁρμητηρίοις |
αιτιατική | τὸ | ὁρμητήριον | τὰ | ὁρμητήριᾰ |
κλητική ὦ! | ὁρμητήριον | ὁρμητήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁρμητηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁρμητηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὁρμητήριον ουδέτερο
- μέσο υποκίνησης, ερέθισμα
- παρόρμηση
- σημείο εκκίνησης απ' όπου ὁρμάομαι, ορμητήριο
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική θέση
- βάση επιχειρήσεων
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις ὁρμητός και ὁρμή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ s.v. «ορμή» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- ὁρμητήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὁρμητήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)