ὑπομάγειρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπομάγειρος οἱ ὑπομάγειροι
      γενική τοῦ ὑπομαγείρου τῶν ὑπομαγείρων
      δοτική τῷ ὑπομαγείρ τοῖς ὑπομαγείροις
    αιτιατική τὸν ὑπομάγειρον τοὺς ὑπομαγείρους
     κλητική ! ὑπομάγειρε ὑπομάγειροι
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπομάγειρος < ὑπο- + μάγειρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὑπομάγειρος αρσενικό

  • (καθαρεύουσα) (επάγγελμα) ο βοηθός μάγειρα
    ※  Διὰ πᾶσαν εἰς τὸ ἐν τῷ προηγουμένῳ ἄρθρῳ καταστήματα, ἐργοστάσια, ἐργαστήρια κλπ. νοθείαν ἢ παραποίησιν τροφίμων, φαγητῶν καὶ λοιπῶν εἰδῶν, ἢ χρησιμοποίησιν ὑλικῶν, κρεάτων, ἰχθύων καὶ παντὸς ἑτέρου εἴδους ἐν ἀποσυνθέσει, ἐπιβλαβῶν ἢ στερουμένων θρεπτικῶν οὐσιῶν ἢ ἠλαττωμένης ἀξίας, ὡς αὐτουργοὶ τιμωροῦνται καὶ ἂν δὲν συντρέχωσιν οἰ ὄροι τῆς συστάσεως, ὁ κύριος τῶν ἐπιχειρήσεων, ὁ διευθυντής, ὁ ἐπόπτης τοῦ ξενοδοχείου ἢ ἐστιατορίου ἢ παντὸς ἑτέρου καταστήματος, ἐργαστηρίου ἢ ἐργοστασίου, ὁ μάγειρος, ὁ ὑπομάγειρος καὶ πᾶς ἐν αὐτοῖς βοηθὸς καὶ γενικῶς τὸ ἐργατικὸν προσωπικόν, ἐὰν δὲν καταγγείλωσι τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν παραβάτην ἐγκαίρως, ὥστε νὰ ἀποτραπῇ ἡ πώλησις ἢ χρησιμοποίησις τῶν τοιούτων ἐδεσμάτων καὶ τροφίμων ὑπὸ τοῦ κοινοῦ.
    άρθρο 37, Ν.Δ. 136/1946 Περί κυρώσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 10/11-5-46 Ν.Δ. “Περί Αγορανομικού Κώδικος”, ΦΕΚ Α 298, 30 Σεπτεμβρίου 1946
    ※  Ἔτσι, μετά ἀπό πρόταση τοῦ ἀδελφοῦ του Βιάρου, γραμματέα τών Ναυτικών, καθόρισε μέ ἀπόφαση τής 23 Ἰουνίου 1830 τὶς ἀμοιβές τών ὑπηρετούντων στό Ναυτικό, βαθμοφόρων καί ναυτών, ώς άκολούθως: […] Ὑπομάγειρος: 24 φοίνικες.
    Βάρφης, Κωστής (1994), Το Ελληνικό Ναυτικό κατά την Καποδιστριακή περίοδο, Αθήναι: Σύλλογος προς διάδωσιν ωφέλιμων βιβλίων, σελ. 27