-ουλάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -ουλάς | οι | -ουλάδες |
γενική | του | -ουλά | των | -ουλάδων |
αιτιατική | τον | -ουλά | τους | -ουλάδες |
κλητική | -ουλά | -ουλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /uˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ου‐λάς
Επίθημα
[επεξεργασία]-ουλάς αρσενικό
- (σπάνιο) επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν τον πωλητή εκείνου που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] -ουλάς
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ -ουλας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας