-ωρυχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ωρυχείο τα -ωρυχεία
      γενική του -ωρυχείου των -ωρυχείων
    αιτιατική το -ωρυχείο τα -ωρυχεία
     κλητική -ωρυχείο -ωρυχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-ωρυχείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ωρυχεῖον < -ωρύχος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ɾiˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ω‐ρυ‐χεί‐ο

Επίθημα[επεξεργασία]

-ωρυχείο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • -ωρυχείοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)