Bad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | das Bad | die Bäder |
γενική | des Bads des Bades |
der Bäder |
δοτική | dem Bad | den Bädern |
αιτιατική | das Bad | die Bäder |
Bad (de) ουδέτερο
- το μπάνιο