Bot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Bot die Bots
γενική des Bots der Bots
δοτική dem Bot den Bots
αιτιατική den Bot die Bots

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Bot < robot

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Bot (de) αρσενικό