Bot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Bot | die | Bots |
γενική | des | Bots | der | Bots |
δοτική | dem | Bot | den | Bots |
αιτιατική | den | Bot | die | Bots |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Bot < robot
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bot (de) αρσενικό
- (πληροφορική) πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο κάνει απλές αλλαγές (διορθώνει λάθη) σε μεγάλη κλίμακα