Dauer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Dauer | die | Dauern |
γενική | der | Dauer | der | Dauern |
δοτική | der | Dauer | den | Dauern |
αιτιατική | die | Dauer | die | Dauern |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Dauer (de) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- auf die Dauer - με τον καιρό
- er wird auf die Dauer langweilig - με τον καιρό, γίνεται βαρετός
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Dauer αρσενικό ή θηλυκό