Dauer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Dauer die Dauern
γενική der Dauer der Dauern
δοτική der Dauer den Dauern
αιτιατική die Dauer die Dauern

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Dauer (de) θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • auf die Dauer - με τον καιρό
    er wird auf die Dauer langweilig - με τον καιρό, γίνεται βαρετός

Σύνθετα[επεξεργασία]


Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Dauer αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]