Μετάβαση στο περιεχόμενο

Dorf

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Dorf die Dörfer
γενική des Dorfes
Dorfs
der Dörfer
δοτική dem Dorf
Dorfe
den Dörfern
αιτιατική das Dorf die Dörfer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɔʁf/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Dorf

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Dorf (de) ουδέτερο


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Dorf αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Dorf < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Dorf αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden