Hals
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Hals | die Hälse |
γενική | des Halses | der Hälse |
δοτική | dem Hals dem Halse |
den Hälsen |
αιτιατική | den Hals | die Hälse |
Hals (de) αρσενικό