Hof
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Hof | die | Höfe |
γενική | des | Hofes Hofs |
der | Höfe |
δοτική | dem | Hof Hofe |
den | Höfen |
αιτιατική | den | Hof | die | Höfe |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Hof (de) αρσενικό