Friedhof
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Friedhof | die | Friedhöfe |
γενική | des | Friedhofes Friedhofs |
der | Friedhöfe |
δοτική | dem | Friedhof Friedhofe |
den | Friedhöfen |
αιτιατική | den | Friedhof | die | Friedhöfe |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Friedhof (de) αρσενικό
- το κοιμητήριο, το νεκροταφείο
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Friedhof < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Friedhof αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]