Friedhof
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Friedhof | die Friedhöfe |
γενική | des Friedhofs des Friedhofes |
der Friedhöfe |
δοτική | dem Friedhof | den Friedhöfen |
αιτιατική | den Friedhof | die Friedhöfe |
Friedhof (de) αρσενικό
- το κοιμητήριο, το νεκροταφείο