Lauf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Lauf | die | Läufe |
γενική | des | Laufes Laufs |
der | Läufe |
δοτική | dem | Lauf Laufe |
den | Läufen |
αιτιατική | den | Lauf | die | Läufe |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Lauf (de) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Lauf αρσενικό ή θηλυκό