Paulus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Paulus < paulus (μικρός) < πρωτοϊταλική *paurelos < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *péh₂uros < *peh₂w- (λίγος, μικρός)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Paulus αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Paulus | |
γενική | Paulī | |
δοτική | Paulō | |
αιτιατική | Paulum | |
κλητική | Paule | |
αφαιρετική | Paulō | |