Rothe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: rothe, Rothé, Røthe

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
Rothe Rothes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Rothe < γερμανική Rothe

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Rothe αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Rothe στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]

  • Patrick Hanks, Simon Lenarčič & Peter McClure (επιμ.), Dictionary of American Family Names (Νέα Υόρκη, Oxford University Press, ²2022, ISBN 9780190245115). Όπως παρατίθεται στο Rothe, ancestry.com· πρόσβαση: 2023-10-03.



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Rothe < μέση άνω γερμανική rot (rōt, κόκκινος, κοκκινομάλλης, κοκκινοτρίχης και μεταφορικά: ανειλικρινής, πονηρός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈʁoːtə/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ro‐the

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Rothe

  1. (ουδέτερο, μόνο στον ενικό) δήμος της Γερμανίας, στην πόλη Beverungen της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας
    → δείτε και τις λέξεις Rotha και Rothau
  2. (αρσενικό ή θηλυκό) Ρότε, επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) από παρωνύμιο (πληθυντικός: (die) Rothes ή Rothe)
    → δείτε και τα επώνυμα Roth και Roethe

Παράγωγα[επεξεργασία]

πατριδωνυμικά:

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Rothe < γερμανική Rothe

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Rothe αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Rothe < γερμανική Rothe

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Rothe αρσενικό ή θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1].



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Rothe < γερμανική Rothe

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Rothe αρσενικό ή θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2].