Schiff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Schiff | die | Schiffe |
γενική | des | Schiffs Schiffes |
der | Schiffe |
δοτική | dem | Schiff Schiffe |
den | Schiffen |
αιτιατική | das | Schiff | die | Schiffe |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Schiff (de) (πληθυντικός Schiffe) ουδέτερο
- πλοίο
- Das Schiff durchpflügt die Meere. - Το πλοίο οργώνει τις θάλασσες.