Schnitt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Schnitt | die Schnitte |
γενική | des Schnitts des Schnittes |
der Schnitte |
δοτική | dem Schnitt | den Schnitten |
αιτιατική | den Schnitt | die Schnitte |
Schnitt (de) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- im Schnitt: κατά μέσο όρο