Spiel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Spiel | die | Spiele |
γενική | des | Spiels Spieles |
der | Spiele |
δοτική | dem | Spiel Spiele |
den | Spielen |
αιτιατική | das | Spiel | die | Spiele |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Spiel (de), ουδέτερο