Spiel
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Spiel | die | Spiele |
γενική | des | Spiels Spieles |
der | Spiele |
δοτική | dem | Spiel Spiele |
den | Spielen |
αιτιατική | das | Spiel | die | Spiele |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Spiel (de), ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Spiel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Spiel αρσενικό ή θηλυκό