Strom

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Strom die Ströme
γενική des Stromes
Stroms
der Ströme
δοτική dem Strom
Strome
den Strömen
αιτιατική den Strom die Ströme

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Strom (de) αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]


Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Strom αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Strom < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Strom αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]