Μετάβαση στο περιεχόμενο

Strom

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Strom die Ströme
γενική des Stromes
Stroms
der Ströme
δοτική dem Strom
Strome
den Strömen
αιτιατική den Strom die Ströme

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Strom (de) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Strom αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Strom < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Strom αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023