Volk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | das Volk | die Völker |
γενική | des Volks des Volkes |
der Völker |
δοτική | dem Volk | den Völkern |
αιτιατική | das Volk | die Völker |
Volk (de) ουδέτερο
Σύνθετα[επεξεργασία]
και