agitatio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
agitatio θηλυκό γ΄ κλ. γεν. -onis
σάλος και μτφ. ενέργεια, δραστηριότητα