audible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- audible < μέση γαλλική audible < λατινική audibilis < audire (ακούω)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | audible |
συγκριτικός | more audible |
υπερθετικός | most audible |
audible (en)
- που μπορεί να ακουστεί, ακουστός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
audible | audibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
audible (fr)
- που μπορεί να ακουστεί