crash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]crash (en) (χωρίς παραθετικά)
- crash diet
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crash | crashes |
crash (en)
- o δυνατός θόρυβος (πχ από σπάσιμο)
- η σύγκρουση
- η συντριβή
- (πληροφορική) η κατάρρευση υπολογιστικού συστήματος
- το κραχ στην οικονομία
- μια ομάδα ρινόκερων
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | crash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crashes |
αόριστος | crashed |
παθητική μετοχή | crashed |
ενεργητική μετοχή | crashing |
crash (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συντρίβομαι
- προκαλώ συντριβή
- καταρρέω (για υπολογιστή ή πρόγραμμα)
- πέφτω, καταρρέω μετά από την ευφορία που προκλήθηκε λόγω χρήσης ναρκωτικών
Πηγές
[επεξεργασία]- crash (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- crash (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- crash (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 853. ISBN 9780194325684., λήμμα: συντρίβω
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- crash < αγγλική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crash | crashs |
crash (fr) αρσενικό