dash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dash (en)
- η παύλα (‒ figure dash, – en dash, — em dash, ή ― horizontal bar)
- η παύλα στα σήματα μορς
- πολύ μικρή ποσότητα υγρού, λιγότερο από το 1/8 της κουταλιάς
- (κανονικές εκφράσεις) παύλα
Ρήμα[επεξεργασία]
dash (en)
- χτυπώ βίαια
- (μεταφορικά) καταστρέφω