dash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dash (en)

  1. η παύλα ( figure dash, en dash, em dash, ή horizontal bar)
    βλέπε και hyphen, minus sgn
  2. η παύλα στα σήματα μορς
  3. πολύ μικρή ποσότητα υγρού, λιγότερο από το 1/8 της κουταλιάς
  4. (κανονικές εκφράσεις) παύλα

Ρήμα[επεξεργασία]

dash (en)

  1. χτυπώ βίαια
  2. (μεταφορικά) καταστρέφω

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]