Καλεσμένο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καλεσμένο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καλεσμένο τα Καλεσμένα
      γενική του Καλεσμένου των Καλεσμένων
    αιτιατική το Καλεσμένο τα Καλεσμένα
     κλητική Καλεσμένο Καλεσμένα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καλεσμένο < καθαρεύουσα Καλεσμένον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλεσμένος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.leˈzme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐λε‐σμέ‐νο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καλεσμένο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]