Μαντουμπάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μαντουμπάλα
      γενική της Μαντουμπάλας
    αιτιατική τη Μαντουμπάλα
     κλητική Μαντουμπάλα
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μαντουμπάλα < χίντι मधुबाला < मधु (madhu, μέλι, γλυκιά) (< σανσκριτική मधु (madhu, μέλι, γλυκιά)) + बाला (bālā, κοπέλα) (< σανσκριτική बाला (bālā, κοπέλα))

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.duˈba.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μα‐ντου‐μπά‐λα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μαντουμπάλα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]