Ροδίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ροδίτσα οι Ροδίτσες
      γενική της Ροδίτσας
    αιτιατική τη Ροδίτσα τις Ροδίτσες
     κλητική Ροδίτσα Ροδίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ροδίτσα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾoˈði.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρο‐δί‐τσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ροδίτσα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. κωμόπολη της Φθιώτιδας
     συνώνυμα: Σαρμουσακλή (πρώην ονομασία)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]