μεταπτυχιακό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταπτυχιακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεταπτυχιακός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ta.pti.çi.aˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐πτυ‐χι‐α‐κό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταπτυχιακό ουδέτερο
- το δίπλωμα που αποκτάται μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών σπουδών
- ※ Τριάντα χρονών πια, με μεταπτυχιακό. Δηλαδή κουρελόχαρτο. Τη σχολή την είχε τελειώσει πριν από χρόνια με άριστα. Στη συνέχεια μεταπτυχιακό με τον καλύτερο καθηγητή. (Αλέξης Σταμάτης, Χαμαιλέοντες, (Αθήνα: Καστανιώτης), 2013. σελ. 270)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταπτυχιακό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μεταπτυχιακός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μεταπτυχιακός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)