πέλετ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πέλετ < αγγλική pellet < παλαιά γαλλική pelote < δημώδης λατινική *pilotta < λατινική pila (μπάλα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peys-
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πέλετ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) είδος καυσίμου που φτιάχνεται από συσσωματώματα ξύλου (πριονίδι, ξακρίδια κ.ά.) αλλά κι από βιομάζα και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη σε ειδικές σόμπες ή καυστήρες
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)