απολίθωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απολίθωμα < απολιθώνω + -μα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pétrification / fossile)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απολίθωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) το αποτέλεσμα του απολιθώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απολίθωμα