Μετάβαση στο περιεχόμενο

fossile

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fossile < λατινική fossilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fo.sil/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fossile fossiles

fossile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απολιθωμένος
  2. (μεταφορικά) (οικείο) απαρχαιωμένος, οπισθοδρομικός, ντεμοντέ, ξεπερασμένος
     συνώνυμα: arriéré, démodé, dépassé, obsolète, suranné, vieux

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fossile fossiles

fossile (fr) αρσενικό

  1. το απολίθωμα
  2. άνθρωπος με ξεπερασμένες ιδέες

Συγγενικά

[επεξεργασία]