σπειροχαίτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπειροχαίτη οι σπειροχαίτες
      γενική της σπειροχαίτης των σπειροχαιτών
    αιτιατική τη σπειροχαίτη τις σπειροχαίτες
     κλητική σπειροχαίτη σπειροχαίτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπειροχαίτη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική spirochète < αρχαία ελληνική σπεῖρα + χαίτη
(μαρτυρείται από το 1879)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπειροχαίτη θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]