σπειροχαίτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπειροχαίτη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική spirochète < αρχαία ελληνική σπεῖρα + χαίτη
- (μαρτυρείται από το 1879)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπειροχαίτη θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) παθογόνο βακτήριο με σπειροειδή μορφή της τάξης Spirochaetales
- ※ H λοίμωξη από το βακτήριο ωχρά σπειροχαίτη εμφανίζεται με τη μορφή έλκους και τέλος προσβάλλει τον εγκέφαλο. Πυρετός, εξανθήματα και κακουχία είναι τα συχνότερα συμπτώματα, ενώ ο ασθενής μπορεί να περνά επί χρόνια διαδοχικές περιόδους βαριάς ασθένειας και καλής υγείας. (www.kathimerini.gr, 03.07.2004)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπειροχαίτη
Πηγές
[επεξεργασία]- σπειροχαίτη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπειροχαίτη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σπειροχαίτη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)