elasticus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

elasticus < αρχαία ελληνική ἐλαστ(ός) + -icus / ἐλατός + < ἐλαύνω

Επίθετο[επεξεργασία]

elasticus

Κλίση[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική elasticus elastica elasticum elasticī elasticae elastica
γενική elasticī elasticae elasticī elasticōrum elasticārum elasticōrum
δοτική elasticō elasticae elasticō elasticīs elasticīs elasticīs
αιτιατική elasticum elasticam elasticum elasticōs elasticās elastica
κλητική elastice elastica elasticum elasticī elasticae elastica
αφαιρετική elasticō elasticā elasticō elasticīs elasticīs elasticīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

Απόγονοι[επεξεργασία]

elasticus (νεολατινικά)

γαλλικά: élastique
αγγλικά: elastic
νέα ελληνικά: ελαστικός
οθωμανικά τουρκικά: الاستیق (elastik)
τουρκικά: elastik
γερμανικά: elastisch
ιταλικά: elastico

Πηγές[επεξεργασία]