elasticus
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- elasticus < αρχαία ελληνική ἐλαστ(ός) + -icus / ἐλατός + < ἐλαύνω
Επίθετο
[επεξεργασία]elasticus
Κλίση
[επεξεργασία]Απόγονοι
[επεξεργασία]elasticus (νεολατινικά)
Πηγές
[επεξεργασία]- ελαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- elsastic - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.