foreboding

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

foreboding < fore- + boding

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός foreboding
συγκριτικός more foreboding
υπερθετικός most foreboding

foreboding (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
foreboding forebodings

foreboding (en)

  1. κακή διαίσθηση, κακό προμήνυμα, κακό προαίσθημα, κακή προαίσθηση
    I have forebodings.
    Έχω κακά προαισθήματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη premonition
  2. κακός οιωνός
     συνώνυμα: bad omen

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 733. ISBN 9780194325684. , λήμμα: προαίσθημα