intrinsic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪnˈtrɪnsɪk/
Επίθετο[επεξεργασία]
intrinsic (en)
- {επιστημονικός και καθημερινός όρος) εγγενής, σύμφυτος, συμφυής, ενδογενής, εσωτερικός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Επίσης