latarnia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική latarnia latarnie
γενική latarni latarń
δοτική latarni latarniom
αιτιατική latarnię latarnie
οργανική latarnią latarniami
τοπική latarni latarniach
κλητική latarnio latarnie

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

latarnia (pl) θηλυκό

  1. ο φανός, το φανάρι
  2. (ειδικότερα) κάθε τι που βρίσκεται ψηλά και παρέχει φως

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]