palla

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

palla <

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

palla (it)

  1. η μπάλα, σφαιρικό αντικείμενο κατασκευασμένο από δέρμα, καουτσούκ ή άλλο υλικό με το οποίο μπορεί κάποιος να παίξει
  2. (γεωμετρία) το τμήμα του χώρου που περιέχεται μέσα σε μια σφαίρα
  3. αέρας, το πανί που καλύπτει το Άγιο Δισκοπότηρου στη λειτουργία
  4. (στον πληθυντικό) κτύπημα στους όρχεις
  5. εραλδικό σύμβολο

Συνώνυμα[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

palla (ca)


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

palla (la)



Σαρδηνιακά (sc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

palla