rado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rado < rad- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rado radoj
αιτιατική radon radojn

rado (eo)

Σύνθετα[επεξεργασία]


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rado < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *razd-

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. ξύνω
  2. εξαλείφω
  3. τρίβω
  4. καθαρίζω
  5. βουρτσίζω
  6. ξαίνω
  7. ξυρίζω
  8. ενοχλώ
  9. περνώ από κοντά

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]