διάσταση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυμ, μερικοί ορισμοί,μερ. παραδ.,συγγ.,pl |
+αλγεβρικός ορισμός+κατατοπιστικό (ελπίζω) παράδειγμα |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# {{μαθ}} το σύνολο των στοιχείων που παράγονται από ένα [[διάνυσμα]] μιας ελάχιστης [[γραμμική θήκη|γραμμικής θήκης]] ενός [[αλγεβρικό σώμα|αλγεβρικού σώματος]] |
|||
#: ''Ο προσδιορισμός ενός στοιχείου κατά την οποία χρησιμοποιείται μια '''διάσταση''', συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει τρόπος να προσδιοριστεί αυτό το στοιχείο μόνο με τις υπόλοιπες '''διαστάσεις'''.'' |
|||
# καθένα από τα τρία θεμελιώδη μεγέθη: [[μήκος]], [[πλάτος]], [[ύψος]] |
# καθένα από τα τρία θεμελιώδη μεγέθη: [[μήκος]], [[πλάτος]], [[ύψος]] |
||
#:''η τέταρτη '''διάσταση''' είναι ακόμα μία αμφιλεγόμενη έννοια'' |
#:''η τέταρτη '''διάσταση''' είναι ακόμα μία αμφιλεγόμενη έννοια'' |
Αναθεώρηση της 14:28, 20 Σεπτεμβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάσταση | οι | διαστάσεις |
γενική | της | διάστασης* | των | διαστάσεων |
αιτιατική | τη | διάσταση | τις | διαστάσεις |
κλητική | διάσταση | διαστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- διάσταση < αρχαία ελληνική διάστασις < διίσταμαι (διά και ἵσταμαι)
Ουσιαστικό
διάσταση θηλυκό
- Πρότυπο:μαθ το σύνολο των στοιχείων που παράγονται από ένα διάνυσμα μιας ελάχιστης γραμμικής θήκης ενός αλγεβρικού σώματος
- Ο προσδιορισμός ενός στοιχείου κατά την οποία χρησιμοποιείται μια διάσταση, συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει τρόπος να προσδιοριστεί αυτό το στοιχείο μόνο με τις υπόλοιπες διαστάσεις.
- καθένα από τα τρία θεμελιώδη μεγέθη: μήκος, πλάτος, ύψος
- η τέταρτη διάσταση είναι ακόμα μία αμφιλεγόμενη έννοια
- (κατ' επέκταση) το μέτρο κάθε μιας από τις τρεις διαστάσεις
- τι διαστάσεις έχει το κουτί που θα μου στείλεις;
- η όψη μιας υπόθεσης, ενός προβλήματος κλπ.
- η επέκταση ή η ευρύτητα ενός φαινομένου
- η χρήση των ναρκωτικών έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις
- ο χωρισμός ανδρόγυνου
- είναι σε διάσταση με τον άντρα της και ετοιμάζονται για διαζύγιο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «διασταση'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'διάσταση'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «διασταση».