αίθριο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{μεταφράσεις}}: Προσθέθηκε δεύτερη εναλλακτική μετάφραση στα αγγλικά, «patio». |
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'πρόσωπο'|αίθρι|αιθρί}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
Αναθεώρηση της 21:12, 26 Ιουλίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αίθριο | τα | αίθρια |
γενική | του | αιθρίου & αίθριου |
των | αιθρίων |
αιτιατική | το | αίθριο | τα | αίθρια |
κλητική | αίθριο | αίθρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αίθριο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αίθριος
Ουσιαστικό
αίθριο ουδέτερο
- ανοιχτός ή στεγασμένος με διαφανή υλικά κεντρικός χώρος σε σύγχρονα δημόσια ή εμπορικά κτήρια
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αιθριο'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'αίθριο'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αιθριο».