προφύλαξη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-' |
{{el-κλίσ-'δύναμη'|προφύλαξ|προφυλάξ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < προφύλαξις < {{αρχ}} [[προφυλάσσω]] < [[πρό]] + [[φυλάσσω]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < προφύλαξις < {{αρχ}} [[προφυλάσσω]] < [[πρό]] + [[φυλάσσω]] |
Αναθεώρηση της 17:39, 25 Φεβρουαρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προφύλαξη | οι | προφυλάξεις |
γενική | της | προφύλαξης* | των | προφυλάξεων |
αιτιατική | την | προφύλαξη | τις | προφυλάξεις |
κλητική | προφύλαξη | προφυλάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προφυλάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- προφύλαξη < προφύλαξις < αρχαία ελληνική προφυλάσσω < πρό + φυλάσσω
Ουσιαστικό
προφύλαξη θηλυκό
- μέριμνα, φροντίδα, λήψη μέτρων για προστασία προτού συμβεί κάτι, προληπτικά
- Οι ηλικιωμένοι χρειάζονται προφύλαξη από το κρύο, γιατί τυχόν πνευμονία μπορεί να αποβεί μοιραία
- πρόχειρος τρόπος αναφοράς στα μέτρα αυτά καθαυτά που παίρνει κάποιος για να προφυλαχθεί
- Πρέπει να παίρνεις προφυλάξεις παιδί μου όταν κάνεις σεξ
Μεταφράσεις
προφύλαξη
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «προφυλαξη'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'προφύλαξη'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «προφυλαξη».