τρίχα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
grc |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fj |
||
Γραμμή 103: | Γραμμή 103: | ||
[[en:τρίχα]] |
[[en:τρίχα]] |
||
[[fi:τρίχα]] |
[[fi:τρίχα]] |
||
[[fj:τρίχα]] |
|||
[[fr:τρίχα]] |
[[fr:τρίχα]] |
||
[[io:τρίχα]] |
[[io:τρίχα]] |
Αναθεώρηση της 13:28, 20 Οκτωβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρίχα < αρχαία ελληνική θρίξ, (γενική: τριχός)
Ουσιαστικό
τρίχα θηλυκό
- νηματοειδές υλικό που φυτρώνει στο δέρμα των περισσότερων θηλαστικών
Συγγενικά
Εκφράσεις
- κάνω την τρίχα τριχιά
- μου σηκώνεται η τρίχα (κάγκελο)
- παρά τρίχα
- στην τρίχα: πάρα πολύ κομψός, στην πένα
- τρίχα-τρίχα
- τρίχες (κατσαρές): μπούρδες
Σημειώσεις
- στα ζώα και στο ανθρώπινο κεφάλι έχει ως συνώνυμο το μαλλί και η πολύ κοντή τρίχα αποτελεί το χνούδι
Μεταφράσεις
τρίχα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρίχα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
τρίχα
Συνώνυμα
- (ποιητικό) τριχθά
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τριχα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τρίχα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τριχα».